συλλόγου

συλλόγου
σύλλογος
assembly
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • Γεννηματάς, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 – 1994). Πολιτικός. Ήταν γιος του Θεόδωρου Γεννηματά, νομικού και οικονομολόγου από τη μεσσηνιακή Μάνη. Ακολούθησε σπουδές μηχανικού στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά το 1958 από τη νεολαία του… …   Dictionary of Greek

  • Δραγούμης — Επώνυμο οικογένειας από το Βογατσικό της δυτικής Μακεδονίας, μέλη της οποίας διακρίθηκαν στα γράμματα και στην πολιτική. 1. Ίων ή Ιωάννης (Αθήνα 1878 – 1920). Πολιτικός και συγγραφέας. Ήταν γιος του Στέφανου Δ. (βλ. 5.). Σπούδασε νομικά και… …   Dictionary of Greek

  • Σύλλογος προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων — Μορφωτικός και φιλεκπαιδευτικός σύλλογος. Τον ίδρυσε το 1899 ο Δημήτριος Βικέλας, με την ηθική και πνευματική υποστήριξη πολλών λόγιων της εποχής. Ο ποιητής Γ. Δροσίνης διατέλεσε πρώτος γραμματέας του. Το Βικέλα ώθησε στην ίδρυση του Συλλόγου, ο… …   Dictionary of Greek

  • δικηγόρος — Βοηθητικό πρόσωπο της δικαιοσύνης, που κατά τον ελληνικό νόμο έχει την ιδιότητα του άμισθου δημόσιου λειτουργού. Ωστόσο, το καθεστώς της επαγγελματικής του δραστηριότητας τον κατατάσσει, κατά κανόνα, πολύ κοντά στα άλλα ελεύθερα επαγγέλματα. Στη… …   Dictionary of Greek

  • προαισυμνώ — και. προαισιμνῶ και πραισιμνῶ, άω, Α 1. είμαι πρόεδρος συλλόγου αισυμνητών 2. παθ. προαισυμνοῡμαι, έομαι (για πράξεις) γίνομαι από τον πρόεδρο συλλόγου αισυμνητών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + αἰσυμνῶ «κατέχω το αξίωμα τού αισυμνήτη»] …   Dictionary of Greek

  • Βασιάδης, Κωνσταντίνος — (Δελβινάκι, Ήπειρος 1821 – Κωνσταντινούπολη 1890). Έλληνας λόγιος. Μετά τις εγκύκλιες σπουδές στη γενέτειρα και στη Μεγάλη του Γένους Σχολή, σπούδασε φιλολογία και ιατρική στην Αθήνα, στο Παρίσι και στο Βερολίνο. Το 1859 επέστρεψε στην… …   Dictionary of Greek

  • Κορομηλάς — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων που έδρασαν μετά την απελευθέρωση. 1. Ανδρέας (1811 – 1858). Αγωνιστής του 1821 και εκδότης. Ήταν γιος του Χατζή Λάμπρου Κόσκορη (βλ. 3.). Σε ηλικία δεκαπέντε ετών έλαβε μέρος στη μάχη του… …   Dictionary of Greek

  • Λεπενιώτης, Τηλέμαχος — (Κέρκυρα 1877 – Αθήνα 1945). Ηθοποιός του θεάτρου. Φοίτησε στη σχολή του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή σε ηλικία 14 ετών. Το 1897 ανέλαβε τη διεύθυνση του Δραματικού Συλλόγου Κερκύρας και το 1901 τον κάλεσε …   Dictionary of Greek

  • Λυσσαρίδης, Βάσος — (Λεύκαρα Κύπρου 1920 –). Κύπριος πολιτικός. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και κατά τη διάρκεια των σπουδών του άρχισε να αναπτύσσει πολιτική δράση ως πρόεδρος της Πανσπουδαστικής Επιτροπής Κυπριακού Αγώνα. Πρωτοστάτησε στις εκδηλώσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”